Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορφυρός -ή -ό [porfirós] Ε1 : που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα: Ο ήλιος στη δύση του γίνεται ~. || (ως ουσ.) το πορφυρό, το βαθύ κόκκινο χρώμα: Aπό την ανάμειξη του κόκκινου και του γαλάζιου παράγεται το πορφυρό και το μοβ.
[λόγ. < αρχ. πορφυρ(οῦς) μεταπλ. -ός]