Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πορτοφολάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορτοφολάς ο [portofolás] Ο1 θηλ. πορτοφολού [portofolú] Ο37 : αυτός που κλέβει πορτοφόλια: Συνελήφθη ~.

[πορτοφόλ(ι) -άς· πορτοφολ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες