Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορτοκαλής -ιά -ί [portokalís] Ε8 & πορτοκαλί [portokalí] Ε (άκλ.) : που έχει χρώμα ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο: Tο πορτοκαλί χρώμα είναι το χρώμα του πορτοκαλιού. Mια πορτοκαλί μπλούζα. || (ως ουσ.) το πορτοκαλί, το πορτοκαλί χρώμα: Ήρθε ντυμένη στα πορτοκαλιά.
[πορτοκάλ(ι) -ής· πορτοκάλ(ι) -ί 4]