Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πορτοκάλι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορτοκάλι το [portokáli] Ο44 : ο σφαιρικός, χυμώδης καρπός της πορτοκαλιάς: Ξινά / γλυκά πορτοκάλια. ~ με / χωρίς κουκούτσι. Kαθαρίζω / στύβω / τρώω ένα ~. ΠAΡ ΦΡ είναι / έχει κι αλλού πορτοκαλιές* που κάνουν πορτοκάλια.

[ιταλ. portogallo `γλυκό πορτοκάλι΄, ίσως από νότ. διάλ. portocallo `πορτοκάλι΄, πληθ. portocalli που θεωρήθηκε ουδ. εν. < Ρortogallo `Πορτογαλία΄ χώρα αρχικής εισαγωγής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορτοκαλιά η [portokalá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο της οικογένειας των εσπεριδοειδών, με σκουροπράσινα φύλλα, άσπρα άνθη και σφαιρικούς χυμώδεις καρπούς, τα πορτοκάλια: Άνθισαν / ξεράθηκαν οι πορτοκαλιές. Άνθη / καρποί της πορτοκαλιάς. ΠAΡ ΦΡ είναι / έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λέγεται σε περιπτώσεις που δεν αναγνωρίζουμε, αμφισβητούμε σε κπ. ή σε κτ. την αποκλειστικότητα, το αναντικατάστατο.

[πορτοκάλ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες