Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορτογαλικός -ή -ό [portoγalikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Πορτογαλία ή στους Πορτογάλους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Πορτογαλική κυβέρνηση / γλώσσα. Πορτογαλικά προϊόντα. || (ως ουσ.) η πορτογαλική, τα πορτογαλικά, η πορτογαλική γλώσσα.
πορτογαλικά ΕΠIΡΡ σε πορτογαλική γλώσσα: Bιβλίο γραμμένο ~. [λόγ. Πορτογαλ(ία) -ικός < μσνλατ. Ρortugal(ia) (προφ. [-gá-] ) -ία (< Ρortus Cale `Λιμάνι της Γαΐας΄) [u > o] από επίδρ. του ιταλ. Ρortogallo]