Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορτμπεμπέ το [pórtbebé] Ο (άκλ.) : ειδική κατασκευή με τη μορφή μικρού κρεβατιού ή καθίσματος, εφοδιασμένη με λαβές ή με λουριά, που επιτρέπει να μεταφέρεται με τα χέρια ένα μωρό ή να κάθεται στο εσωτερικό ενός αυτοκινήτου.
[λόγ. < γαλλ. porte-bébé]