Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορτατίφ το [portatíf] Ο (άκλ.) : μικρό κινητό φωτιστικό, που συνήθ. τοποθετείται πάνω σε τραπέζι, γραφείο, κομοδίνο ή σε άλλο έπιπλο: Δίπλα στο κρεβάτι μου έχω ένα ~. Kάηκε η λάμπα του ~.
πορτατιφάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. portatif `που μεταφέρεται΄]