Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορσελάνη η [porseláni] Ο30 : 1. γεώδες λευκό ορυκτό που υαλοποιημένο χρησιμοποιείται στην κατασκευή ειδών κεραμικής: Πιάτο / σκεύος / σερβίτσιο / κομψοτέχνημα από ~. || Συνθετική ~, ουσία που χρησιμοποιείται στο σφράγισμα των δοντιών. ~ ηλεκτροτεχνίας, σκληρή πορσελάνη που χρησιμοποιείται ως μονωτικό υλικό. 2. αντικείμενο, σκεύος από πορσελάνη: Έχει κάτι υπέροχες πορσελάνες στο σπίτι του.
[ιταλ. porcellana με λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. porcelaine]