Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνό το [pornó] Ο (άκλ.) : χαρακτηρισμός θεάματος, εντύπου κτλ. με πορνογραφικό περιεχόμενο: Ο κινηματογράφος / η τηλεόραση παίζει σκληρό ~. || (ως επίθ.): ~ περιοδικό / ταινία.
[λόγ. < γαλλ. porno (σύντμ. του pornographique = πορνογραφικός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνοβοσκός ο [pornovoskós] Ο17 : (λόγ.) μαστροπός, προαγωγός.
[λόγ. < αρχ. πορνοβοσκός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνόγερος ο [pornójeros] Ο20 : χαρακτηρισμός ηλικιωμένου άντρα που εκδηλώνει τη σεξουαλικότητα και τον ερωτισμό του κατά τρόπο ασελγή, που θεωρείται ότι δεν αρμόζει στην ηλικία του.
[λόγ. πόρν(ος) -ο- + γέρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνογράφημα το [pornoγráfima] Ο49 : δημοσίευμα, έργο (κείμενο ή / και εικόνα) με πορνογραφικό περιεχόμενο: Διαβάζω / δημοσιεύω / γρά φω πορνογραφήματα. Tο βιβλίο χαρακτηρίστηκε ως ~.
[λόγ. πορνογρά φ(ος) -ημα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνογραφία η [pornoγrafía] Ο25 : περιγραφή, αναπαράσταση, με λόγο ή / και με εικόνα, σεξουαλικών πράξεων, με μονόπλευρο και υπερβολικό τονισμό των γενετήσιων στοιχείων και με υποβάθμιση (ή και αποκλεισμό) των ψυχικών, συναισθηματικών και συντροφικών πλευρών της σεξουαλικότητας: Παραγωγή / εξάπλωση / διάδοση / άνθηση της πορνογραφίας. H ~ δεν είναι τέχνη. || το προϊόν της πορνογραφίας, το πορνογράφημα: Aυτό το μυθιστόρημα είναι ~.
[λόγ. < γαλλ. pornographie < pornograph(e) < ελνστ. πορνογράφ(ος) -ie = -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνογραφικός -ή -ό [pornoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πορνογραφία: Πορνογραφική ταινία / φυλλάδα / παραφιλολογία. Πορνογραφικό περιοδικό / έντυπο.
[λόγ. < γαλλ. pornographique < pornograph(e) < ελνστ. πορνογράφ(ος) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνογράφος ο [pornoγráfos] Ο18 : ο συγγραφέας, ο δημιουργός πορνογραφημάτων.
[λόγ. < ελνστ. πορνογράφος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνοπεριοδικό το [pornoperioδikó] Ο38 : περιοδικό με πορνογραφικό περιεχόμενο (κείμενο ή / και εικόνες): Στα περίπτερα είναι κρεμασμένα διάφορα πορνοπεριοδικά.
[λόγ. πορν(ό) -ο- + περιοδικό]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πόρνος ο [pórnos] Ο18 : χαρακτηρισμός ιδιαιτέρως ασελγούς και ακόλαστου ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. πόρνος `παθητικός ομοφυλόφιλος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνοστάρ ο [pornostár] θηλ. πορνοστάρ [pornostár] Ο (άκλ.) : ηθοποιός που παίζει σε πορνογραφικές ταινίες.
[λόγ. πορν(ό) -ο- + θηλ. σταρ και επέκτ. στο αρσ.]