Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνοστάρ ο [pornostár] θηλ. πορνοστάρ [pornostár] Ο (άκλ.) : ηθοποιός που παίζει σε πορνογραφικές ταινίες.
[λόγ. πορν(ό) -ο- + θηλ. σταρ και επέκτ. στο αρσ.]