Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορνεία η [pornía] Ο25 : 1. η κατ΄ επάγγελμα και με αμοιβή άσκηση, εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης, η προσφορά του σώματος για τη σεξουαλική ευχαρίστηση του άλλου: Γυναικεία / ανδρική / παιδική ~. 2. το κοινωνικό φαινόμενο και το επάγγελμα αυτού που αμείβεται για τις σεξουαλικές υπηρεσίες που προσφέρει: H ~ είναι παγκόσμιο και πανάρχαιο φαινόμενο. Aσκεί την ~ από δεκαπέντε χρονών.
[λόγ. < αρχ. πορνεία]