Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονόψυχος -η -ο [ponópsixos] Ε5 : που νιώθει συμπόνια, συμπάθεια για τους άλλους, πονετικός, σπλαχνικός: Άνθρωπος ~ και καλόκαρδος.
πονόψυχα ΕΠIΡΡ. [πονο- + ψυχ(ή) -ος]