Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντικότρυπα η [pondikótripa] Ο27α : 1. άνοιγμα, τρύπα που αποτελεί την είσοδο φωλιάς ποντικιού. || (επέκτ.) η φωλιά του ποντικιού. 2. (μτφ.) πολύ μικρός, στενός χώρος: Διαμερίσματα (σαν) ποντικότρυπες.
[ποντικ(ός) -ο- + τρύπα]