Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντικοφάρμακο το [pondikofármako] Ο41 : ονομασία δηλητηριωδών ουσιών για την εξολόθρευση ποντικιών: Aγόρασε μια σακούλα ~. Tου έριξε στο φαΐ ~ και τον δηλητηρίασε.
[μσν. ποντικοφάρμακον < ποντι κ(ός) -ο- + φάρμακον]