Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντικοπαγίδα η [pondikopajíδa] Ο26 : παγίδα με ειδικό μηχανισμό για τη σύλληψη, την παγίδευση ποντικών· φάκα.
[μσν. ποντικοπαγίδα < ποντικ(ός) -ο- + παγίδα]