Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντιακός -ή -ό [pondiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε Πόντιους: Ποντιακή λύρα. Ποντιακοί χοροί. Ποντιακά ανέκδοτα, με περιεχόμενο περιπαικτικό για τους Πόντιους. Ποντιακή διάλεκτος. || (ως ουσ.) τα ποντιακά, η ποντιακή, η ποντιακή διάλεκτος.
ποντιακά ΕΠIΡΡ στην ποντιακή διάλεκτο: Iστορίες γραμμένες ~. [λόγ. Πόντι(ος) -ακός]