Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντίφικας ο [pondífikas] Ο5 : τίτλος, ονομασία του πάπα.
[λόγ. < μσν. ποντίφιξ, αιτ. -ικα (στη νέα σημ., σημδ. ιταλ. pontifice) < ελνστ. ποντίφεξ (κατά τον ιταλ. τ. της λ.) < λατ. pontifex `αρχιερέας΄]