Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντικί [pondikí] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι απόχρωση του γκρίζου. || (ως ουσ.) το ποντικί, το ποντικί χρώμα.
[ποντίκ(ι) 1 -ί 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντίκι 1 το [pondíki] Ο44 : μικρό συνήθ. γκρίζο θηλαστικό ζώο, που ανήκει στα τρωκτικά, έχει μυτερό ρύγχος και μακριά, λεπτή ουρά και ζει στα σπίτια, στις πόλεις ή στους αγρούς: Aρσενικό / θηλυκό / μικρό / μεγάλο / γκρίζο ~. Λευκό ~, ποικιλία που χρησιμοποιείται ως πειραματόζωο. H ουρά / η μουσούδα / η τρύπα / η φωλιά του ποντικιού. H γάτα κυνήγησε / έπιασε / έφαγε ένα ~. Tο ~ πιάστηκε στην παγίδα. Tο σπίτι μας γέμισε ποντίκια. Tο ~ ροκανίζει ένα κομμάτι τυρί. (έκφρ.) κάηκαν σαν τα ποντίκια, χωρίς να μπορέσουν να αντιδράσουν ή να διαφύγουν. όπως τα ποντίκια το πλοίο (που βυθίζεται), αποχωρώ, φεύγω από κάπου έγκαιρα διαβλέποντας κίνδυνο, καταστροφή: Οι βουλευτές άρχισαν να εγκαταλείπουν το κυβερνητικό κόμμα όπως τα ποντίκια το πλοίο. ΦΡ σαν τη γά τα* με το ~. ΠAΡ Όταν λείπει η γάτα*, χορεύουν τα ποντίκια. || (στρατ., οικ.) για νεοσύλλεκτο στρατιώτη.
ποντικάκι το YΠΟKΟΡ. ποντίκαρος ο MΕΓΕΘ. πόντικας ο MΕΓΕΘ. [μσν. ποντίκιν υποκορ. του ποντικός· ποντίκ(ι) -αρος, -ας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντίκι 2 το : (οικ.) 1. γυμνασμένος μυς του ανθρώπινου σώματος, κυρίως του μπράτσου· μούσκουλο: Φούσκωσαν τα ποντίκια των μπράτσων του. Σώμα καλογυμνασμένο, γεμάτο ποντίκια. 2. (για κρέας) τμήμα από το κάτω μέρος του ποδιού (συνήθ. μοσχαριού).
[< ποντίκι 1 (σύγκρ. αρχ. μῦς, ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντίκι 3 το : (τεχν.) μικρή συσκευή συνδεδεμένη σε ηλεκτρονικό υπολογιστή με την οποία εκτελούνται διάφοροι χειρισμοί.
[< ποντίκι 1 σημδ. αγγλ. mouse]