Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντάρω 2 -ομαι : (τεχν.) 1. χαράζω, σημαδεύω μια μεταλλική επιφάνεια: H μύτη της πόντας πρέπει να είναι κάθετη προς την επιφάνεια που θέλουμε να ποντάρουμε. 2. συγκολλώ μεταλλικές επιφάνειες, εφαρμόζω κατάλληλα το ηλεκτρόδιο πάνω στις προς συγκόλληση επιφάνειες.
[βεν. ή παλ. ιταλ. pontar(e) -ω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποντάρω 1 [pondáro] -ομαι Ρ6 : 1. καταθέτω, στοιχηματίζω ένα χρηματικό ποσό συμμετέχοντας σε τυχερά κυρίως παιχνίδια και επιδιώκοντας (το) κέρδος: Ποντάρισα ένα χιλιάρικο στον άσο. ~ σ΄ έναν αριθμό της ρουλέτας / σ΄ ένα άλογο του ιπποδρόμου / σε μια ζαριά. 2. (μτφ.) βασίζομαι, υπολογίζω σε κτ. (κρίνοντας ότι μου παρέχει πιθανότητες επιτυχίας): Πολλές ταινίες ποντάρουν στο θέαμα, για να προσελκύσουν θεατές. Ο προπονητής ποντάρει στην άμυνα της ομάδας, για να νικήσει τον αντίπαλο.
[παλ. ιταλ. pontar(e) -ω]