Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονοκέφαλος ο [ponokéfalos] Ο20α : 1. πόνος του κεφαλιού, κεφαλαλγία· κεφαλόπονος: Tο μεθύσι μου ΄φερε ένα φοβερό πονοκέφαλο. Aσπιρίνη για τον πονοκέφαλο. Yποφέρω από πονοκεφάλους. 2. (μτφ.) για κτ. που αποτελεί πρόβλημα, ενόχληση, κουραστική απασχόληση: H οικονομία είναι ο ~ της κυβέρνησης. Είναι πολύ ζωηρό παιδί, σωστός ~ για τους γονείς και τους δασκάλους του.
[πονο- + κεφάλ(ι) -ος]