Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πονετικός -ή -ό [ponetikós] Ε1 : που συμπονεί τους άλλους, σπλαχνικός, πονόψυχος. ANT άπονος: Έχει πονετική ψυχή / καρδιά. || (ως ουσ.) ο πονετικός.
πονετικά ΕΠIΡΡ. [μσν. πονετικός < πονε- (πονώ) -τικός]