Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πομπώδης -ης -ες [pombóδis] Ε11 : που είναι γεμάτος στόμφο, υπερβολή· που τον χαρακτηρίζει κούφια μεγαλοπρέπεια και επίδειξη, η οποία πλησιάζει τη γελοιότητα: Πομπώδη λόγια. Πομπώδες ύφος.
πομπωδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. πομπ(ή) -ώδης μτφρδ. γαλλ. pompeux (< υστλατ. pomposus < pompa < αρχ. πομπή)· λόγ. πομπώδ(ης) -ώς]