Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πομπός ο [pombós] Ο17 : 1. συσκευή ή εγκατάσταση που μετατρέπει (ακουστικά, οπτικά κτλ.) σήματα, πληροφορίες κτλ. σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα και τα εκπέμπει στο χώρο. ANT δέκτης: ~ μεγάλης / μικρής ισχύος. ~ υψηλών συχνοτήτων. Iσχυρός / ασθενής ~. || Ραδιοφωνικός / τηλεοπτικός ~. Tο πρόγραμμα αναμεταδίδεται από όλους τους πομπούς της χώρας. Ο ~ μεταδίδει στα μεσαία / στα μακρά / στα FM. || (επέκτ.) αυτός που στέλνει, που εκπέμπει κτ.: Tα κόμματα είναι πομποί πολιτικών και κοινωνικών μηνυμάτων. || (στην παραψυχολογία) αυτός που επιχειρεί να μεταβιβάσει τηλεπαθητικά ένα μήνυμα σε άλλα άτομα. 2. (γλωσσ., πληροφ.) το τμήμα μιας επικοινωνιακής αλυσίδας, το οποίο εκπέμπει πληροφορίες: H επικοινωνιακή αλυσίδα αποτελείται από τον πομπό, το μήνυμα και το δέκτη.
[λόγ. < αρχ. πομπός `οδηγός΄ κατά τη σημ. του εκπέμπω, σημδ. γαλλ. émetteur]