Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πομπή η [pombí] Ο29 : I. επίσημη θρησκευτική ή πανηγυρική πορεία πολλών ανθρώπων: Γαμήλια / νεκρική ~. H ~ του Επιταφίου πέρασε από κεντρικούς δρόμους. || (και για οχήματα): Mακρά ~ αυτοκινήτων. (λόγ. έκφρ.) εν ~, όπως σε πομπή: Tο πλήθος ακολουθούσε εν ~. εν ~ και παρα τάξει*. II. (λαϊκότρ.) 1. διαπόμπευση, διασυρμός. 2. (συνήθ. πληθ.) ντρο πή, ατιμία, αίσχος, ηθικό παράπτωμα: Όλη η γειτονιά ξέρει τις πομπές της / του.
[ΙΙ: αρχ. πομπή (η σημ. μσν. κατά το πομπεύω)· Ι: λόγ. < αρχ. πομπή]