Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολώνω [polóno] -ομαι Ρ1 : δημιουργώ, επιφέρω πόλωση: Πολωμένο φως / ρεύμα. H απλή ανάκλαση πολώνει μερικώς το φως. || (μτφ.): H κομματική αντιπαράθεση έχει πολώσει την πολιτική ζωή της χώρας.
[λόγ. πόλ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. polariser]