Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολώνιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολώνιο το [polónio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) ραδιενεργό στοιχείο.

[λόγ. < νλατ. poloni(um) -ον προς τιμή της Μαρίας Κιουρί, που καταγόταν από την Πολωνία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες