Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύφωνος -η -ο [polífonos] Ε5 : που έχει πολλές φωνές, πολλές μελωδικές γραμμές. ANT μονόφωνος.
[λόγ. < αγγλ. polyphonous (στη νέα σημ.) < αρχ. πολύφωνος `που κελαηδάει σε πολλούς τόνους (για πουλί)΄]