Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύτιμος -η -ο [polítimos] Ε5 : 1. που έχει μεγάλη (κυρ. υλική) αξία και, άρα, υψηλή τιμή: Πολύτιμο βάζο / κόσμημα / δαχτυλίδι / κολιέ / βραχιόλι. Πολύτιμοι λίθοι. Πολύτιμα μέταλλα, τα ευγενή. 2. που έχει μεγάλη αξία, χρησιμότητα, επωφελής, ωφέλιμος, ανεκτίμητος: ~ φίλος / συνεργάτης. Πολύτιμη συμβουλή / πληροφορία. Xάνω / κερδίζω πολύτιμο χρόνο.
[λόγ. < ελνστ. πολύτιμος]