Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύτεκνος -η -ο [políteknos] Ε5 : που έχει πολλά παιδιά. ANT άτεκνος: Πολύτεκνη μητέρα / οικογένεια. || (ως ουσ.) ο πολύτεκνος: H πολιτεία αναγνωρίζει ως πολύτεκνους όσους έχουν από τρία παιδιά και πάνω. Σύλλογος / επίδομα πολυτέκνων.
[λόγ. < αρχ. πολύτεκνος]