Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύπλοκος -η -ο [políplokos] Ε5 : που είναι σύνθετος στη διάταξη, στη σύνθεση ή στη σχέση των στοιχείων, των μερών του· περίπλοκος. ANT απλός: ~ μηχανισμός. Πολύπλοκο σύστημα. Πολύπλοκο πρόβλημα, δυσεπίλυτο. Πολύπλοκη υπόθεση, μπερδεμένη, δύσκολη. Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν γίνει πολύπλοκες. Ένα πολύπλοκο μηχάνημα με σωλήνες, μοχλούς, διακόπτες και λαμπάκια που αναβοσβήνουν.
πολύπλοκα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πολύπλοκος]