Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύπλευρος -η -ο [políplevros] Ε5 : 1. που έχει πολλές πλευρές: Πολύπλευρο σχήμα, πολύγωνο ή πολύεδρο. 2. (μτφ.) α. που παρουσιάζει πολλές όψεις ή που γίνεται από πολλές απόψεις· πολύμορφος, πολυεδρικός, πολυδιάστατος: Πολύπλευρο ζήτημα / πρόβλημα. Πολύπλευρη εξέταση / θεώρηση / προσέγγιση. β. που εκδηλώνεται σε πολλούς τομείς, σε πολλά πεδία: Aνάπτυξη πολύπλευρης κοινωνικής / πολιτικής / διπλωματικής δράσης. Πολύπλευρο λογοτεχνικό ταλέντο. || Πολύπλευρη προσωπικότη τα, πολυσχιδής.
πολύπλευρα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2. [λόγ. < ελνστ. πολύπλευρος]