Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύμοχθος -η -ο [polímoxθos] Ε5 : που (για να γίνει, να επιτευχθεί) απαιτεί πολύ κόπο, μόχθο· επίπονος, κοπιώδης: Πολύμοχθη προσπάθεια. Πολύμοχθο έργο.
πολύμοχθα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. πολύμοχθος]