Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύμηνος -η -ο [políminos] Ε5 : που διαρκεί πολλούς μήνες. ANT ολιγόμηνος: Πολύμηνη μάχη / αναμονή / απουσία / ασθένεια.
[λόγ. πολυ- + μην- (δες μήνας) -ος]