Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύμετρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύμετρο το [polímetro] Ο41 : (ηλεκτρολ.) όργανο ευρείας χρήσης για διάφορες ηλεκτρικές μετρήσεις (τάσης, έντασης, αντίστασης κτλ.).

[λόγ. < αγγλ. polymeter < poly- = πολυ- + -meter < αρχ. μέτρον (διαφ. το αρχ. πολύμετρος `άφθονος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες