Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύζυγο το [políziγo] Ο42 : όργανο γυμναστικής, που αποτελείται από δύο μακριές (συνήθ. ξύλινες) δοκούς παράλληλες μεταξύ τους και από πολλές (είκοσι συνήθ.) μικρότερες ράβδους κάθετα τοποθετημένες σε σχέση με τις πρώτες· (πρβ. μονόζυγο, δίζυγο): Στο ~ γυμνάζονται οι κοιλιακοί μύες.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. πολύζυγος `που έχει πολλούς πάγκους κωπηλατών΄]