Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύγωνο το [políγono] Ο40 : επίπεδο και ευθύγραμμο γεωμετρικό σχή μα που έχει περισσότερες από τέσσερις γωνίες (κορυφές) και ισάριθμες πλευρές: Επίπεδο / κυρτό / στρεβλό / σφαιρικό ~. Kανονικό ~, που έχει τις πλευρές και τις γωνίες του ίσες.
[λόγ. < αρχ. πολύγωνον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύγωνος -η -ο [políγonos] Ε5 : που έχει πολλές γωνίες, πολυγωνικός2.
[λόγ. < αρχ. πολύγωνος]