Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύγαμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύγαμος -η -ο [políγamos] Ε5 : 1. που έχει παντρευτεί πολλές φορές. 2. που είναι παντρεμένος με περισσότερους από έναν ή μία σύζυγο.

[λόγ. < ελνστ. πολύγαμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες