Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολωτής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολωτής ο [polotís] Ο7 : όργανο που προκαλεί πόλωση του φωτός.

[λόγ. πολω- (δες πολώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. polariseur, polarisateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες