Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολωνέζικος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολωνέζικος -η -ο [polonézikos] Ε5 : (προφ.) πολωνικός. || (ως ουσ.) τα πολωνέζικα, η πολωνική γλώσσα. πολωνέζικα ΕΠIΡΡ σε πολωνική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[Πολων(ία) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες