Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολωνέζικος -η -ο [polonézikos] Ε5 : (προφ.) πολωνικός. || (ως ουσ.) τα πολωνέζικα, η πολωνική γλώσσα.
πολωνέζικα ΕΠIΡΡ σε πολωνική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [Πολων(ία) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος)]