Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολωνέζα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολωνέζα η [polonéza] Ο25α : είδος παλαιότερου ζωηρού χορού και η αντίστοιχη μουσική σύνθεση.

[λόγ. < γαλλ. polonais(e) `χορός της Πολωνίας΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες