Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυώροφος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυώροφος -η -ο [poliórofos] Ε5 : (για κτίριο) που έχει πολλούς ορόφους, πολλά πατώματα. ANT μονώροφος: Πολυώροφα κτίρια / σπίτια / καταστήματα. Πολυώροφες οικοδομές / κατοικίες.

[λόγ. < ελνστ. πολυώροφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες