Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυϊατρείο το [poliiatrío] Ο39 : συγκρότημα πολλών ιατρείων, που καλύπτουν αντίστοιχες ειδικότητες: Tο ~ του IKA διαθέτει παθολογικό, οφθαλμολογικό, ακτινολογικό και ωτορινολαρυγγολογικό ιατρείο.
[λόγ. πολυ- + ιατρείον κατά το πολυκλινική]