Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυψήφιος -α -ο [polipsífios] Ε6 : (για αριθμό) που έχει, που αποτελεί ται από πολλά ψηφία. ANT μονοψήφιος: Πολυψήφιοι αριθμοί. || (προφ.) που αναφέρεται σε μεγάλους αριθμούς, σε μεγάλα ποσά: Οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σε πολυψήφια νούμερα.
[λόγ. πολυ- + -ψήφιος]