Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυψήφιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυψήφιος -α -ο [polipsífios] Ε6 : (για αριθμό) που έχει, που αποτελεί ται από πολλά ψηφία. ANT μονοψήφιος: Πολυψήφιοι αριθμοί. || (προφ.) που αναφέρεται σε μεγάλους αριθμούς, σε μεγάλα ποσά: Οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σε πολυψήφια νούμερα.

[λόγ. πολυ- + -ψήφιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες