Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολυφαγία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολυφαγία η [polifajía] Ο25 : η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας τροφής: Πρόσεξε μη σκάσεις απ΄ την ~.

[λόγ. < αρχ. πολυφαγία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες