Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυτεχνικός -ή -ό [politexnikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο πολυτεχνείο: Πολυτεχνική σχολή.
[λόγ. < γαλλ. polytechnique < poly- = πολυ- + αρχ. τέχν(η) -ique = -ική, θηλ. του -ικός (με βάση το αρχ. πολυτέχνης `ικανός σε πολλές τέχνες΄)]