Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυτεχνείο το [politexnío] Ο39 : ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου διδάσκονται θετικές επιστήμες και καλές τέχνες: Εθνικό Mετσόβιο Πολυτεχνείο. Οι φοιτητές / οι καθηγητές / οι πτυχιούχοι του πολυτεχνείου. || το προσωπικό, οι φοιτητές, το κτίριο κτλ. του πολυτεχνείου: Tο ~ απεργεί. Συγκέντρωση στο ~. || συνεκδοχικά, τα γεγονότα της φοιτητικής εξέγερσης του 1973: Tο Πολυτεχνείο ήταν η αρχή του τέλους της χούντας. Tο Πολυτεχνείο ζει! H γιορτή του Πολυτεχνείου.
[λόγ. < πολυτεχν(ική σχολή) με αντικατάσταση -ική > -είον κατά το σχολείον]