Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυτέλεια η [politélia] Ο27 λόγ. γεν. και πολυτελείας : 1. καθετί (αντικείμενο, υπηρεσία, χρηματικό ποσό κτλ.) που αποτελεί ή που απαιτεί δαπάνη, η οποία υπερβαίνει αισθητά τις βασικές ανάγκες, το πλαίσιο του μέσου βιοτικού επιπέδου: Zει μέσα στον πλούτο και στην ~. || όχι απαραίτητη, περιττή δαπάνη, που γίνεται κυρίως για ευχαρίστηση: Ο μισθός μου δε μου επιτρέπει πολυτέλειες. Προσφέρω στον εαυτό μου την ~ ενός ακριβού γεύματος. Είναι, σε μεγάλο βαθμό, υποκειμενικό το τι είναι ~ και τι όχι. || η γενική πολυτελείας, χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει προϊόντα, υπηρεσίες κτλ. ανώτατης κατηγορίας, με βάση την οποία διαμορφώνονται και οι τιμές τους: Είδη / προϊόντα / αντικείμενα / κατηγορία / βίλα / αυτοκίνητο / ξενοδοχείο / χαρτί πολυτελείας. Kοκότα πολυτε λείας. Φόρος / φορολογία πολυτελείας, που επιβάλλεται στα είδη πολυτελείας. 2α. ο πλούτος, η μεγαλοπρέπεια: Εκπλήσσει η ~ της επίπλωσης / του διάκοσμου. β. η άνεση, η ευχέρεια, η δυνατότητα: Έχει την ~ να έχει σοφέρ / κότερο / ιδιωτικό αεροπλάνο. Δεν έχω την ~ να αρνηθώ την προσφορά του.
[λόγ. < αρχ. πολυτέλεια `σπατάλη, μεγαλοπρέπεια΄ σημδ. γαλλ. luxe]