Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυσύλλαβος -η -ο [polisílavos] Ε5 : (γραμμ.) που αποτελείται, που συνίσταται από πολλές (περισσότερες από τρεις) συλλαβές. ANT μονοσύλλαβος: Πολυσύλλαβες λέξεις. || (μετρ.): Πολυσύλλαβοι στίχοι. ANT ολιγοσύλλαβοι.
[λόγ. < ελνστ. πολυσύλλαβος]