Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυσέλιδος -η -ο [poliséliδos] Ε5 : που έχει πολλές σελίδες: Πολυσέλιδο βιβλίο / περιοδικό. || (επέκτ.) που εκτείνεται σε πολλές σελίδες, ογκώδης: Πολυσέλιδη δικογραφία / αναφορά.
[λόγ. πολυ- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος]