Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυπύρηνος -η -ο [polipírinos] Ε5 : που έχει πολλούς πυρήνες. ANT μονοπύρηνος. || (βιολ.) για κύτταρο που περικλείει πολλούς πυρήνες: Πολυπύρηνο λευκοκύτταρο.
[λόγ. < ελνστ. πολυπύρηνος `με πολλά κουκούτσια΄ σημδ. γαλλ. multicellulaire]